- ἐπιμονήν
- ἐπιμονήtarryingfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενσημαίνω — ἐνσημαίνω (AM) [σημαίνω] μσν. επικυρώνω, σφραγίζω αρχ. 1. έχω σημασία, δηλώνω («ὅτι οὖν ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὗτος ὁ ἀνήρ, ἐνσημαίνει τὸ ὄνομα ὁ Ἀγαμέμνων», Πλάτ.) 2. φανερώνω, εκθέτω («ἐνσημαίνεται ἡ αναίδεια ἐν τοῑς ὀφθαλμοῑς», Λογγίνος) 3 … Dictionary of Greek
επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… … Dictionary of Greek